- χωροφυλακίστικος
- η , ο грубый, невежественный, деспотичный; жандармский (перен. )
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χωροφυλακίστικος — η, ο, Ν (επιτιμητικά) 1. αυτός που αρμόζει σε χωροφύλακα, αυταρχικός και τραχύς, απότομος («χωροφυλακίστικος τρόπος συμπεριφοράς») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα χωροφυλακίστικα (με περιλπτ. σημ.) ο αυταρχικός και τραχύς τρόπος συμπεριφοράς ενός… … Dictionary of Greek
χωροφυλακίστικος — η, ο επίρρ. α αυτός που συμπεριφέρεται σαν τους χωροφύλακες, απότομος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)